Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Το μορφωτικό επίπεδο του δημοσιογράφου και του μέσου αναγνώστη



Εισήγηση* του Δημήτρη Γ. Κουμπιά, 
Γενικού Γραμματέα της ΠΟΕΣΥ & Αναπληρωτή Προέδρου του ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αρχίζοντας την εισήγησή μου για τις "Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Ανάγκες" στο χώρο της δημοσιογραφίας, θέλω να αναφερθώ σε ένα γεγονός που συνέβη 35 χρόνια πριν, το 1979. Πρόκειται για την παραπομπή μου στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, ύστερα από καταγγελία συναδέλφου, επειδή…
τόλμησα να πω – μιλώντας σε σπουδαστές δημοσιογραφίας ότι «όσο περνούν τα χρόνια το μορφωτικό επίπεδο του αναγνωστικού κοινού ανεβαίνει, ενώ των δημοσιογράφων παραμένει στάσιμο• με αποτέλεσμα το μέσο μορφωτικό επίπεδο των δημοσιογράφων να είναι χαμηλότερο από του μέσου αναγνώστη».

Τότε δεν υπήρχαν βέβαια πανεπιστημιακές σχολές δημοσιογραφίας, ούτε καν τα αναγνωρισμένα δημόσια ή ιδιωτικά ΙΕΚ και η όλη προσπάθεια εκπαίδευσης δημοσιογράφων περιοριζόταν σε «εργαστήρια» ή «κέντρα ελευθέρων σπουδών». 
Το είχα πει κυρίως για να ταρακουνήσω τους σπουδαστές. Ωστόσο, το Πειθαρχικό της Ένωσής μου με τιμώρησε με «επίπληξη άνευ αναρτήσεως» -  τη μικρότερη δυνατή ποινή -,  για να πέσω στα μαλακά, αλλά να ικανοποιηθεί και ο καταγγέλλων. 

Τη δική μου ικανοποίηση την πήρα 12 χρόνια αργότερα, το 1991, όταν ο δημοσιογράφος, πολιτικός και καθηγητής της Παντείου (όπως τη λέγαμε τότε) Αθανάσιος Κανελλόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου του «Ο Ξενοφών ως Δημοσιογράφος» (Εκδοτική Εστία), σημείωνε: «Είναι κοινή ομολογία ότι το μέσο μορφωτικό επίπεδο του δημοσιογράφου είναι χαμηλό. Οι εξαιρέσεις, δυστυχώς, είναι ακόμη παρήγορο δείγμα». 

Και μια που αναφέρομαι στον Αθανάσιο Κανελλόπουλο, δανείζομαι ένα ακόμη απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του, το οποίο πιστεύω πως έχει άμεση σχέση με το θέμα μας. Έγραφε λοιπόν ο Αθ. Κ.:  «Η δημοσιογραφία περνά κρίση. Ίσως γιατί δευτερογενώς αντανακλά ευρύτερη κρίση των κοινωνικών θεσμών, ίσως γιατί και η ίδια δοκιμάζεται από εγγενείς δυσχέρειες. Και ενώ η ποσότητα της προσφοράς μέσων και προσώπων είναι υπέρμετρη, η ποιότητα υστερεί καταφανώς. Στην ουσία σήμερα τείνει να υπερισχύσει η παραπληροφόρηση από την πληροφόρηση».

Για τις… προθέσεις που μπαίνουν μπροστά στην πληροφόρηση έχει γράψει πολλά χρόνια πριν και ο Αλμπέρ Καμύ, τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να αποπληροφορούμε ούτε να υποπληροφορούμε. Ο κόσμος δεν είναι ούτε ρόδινος ούτε μαύρος. Είναι απλώς περίπλοκος». Προσθέτοντας ότι «εκλαΐκευση δεν σημαίνει χυδαιότητα» και πως «ο έντιμος Τύπος δεν πρέπει να ρέπει  ποτέ προς τον κιτρινισμό και την καταστροφολογία».

Αναφερόμενος σε ένα σπουδαίο δημοσιογράφο και συγγραφέα όπως ο Αλμπέρ Καμύ, ας μου επιτραπεί να επισημάνω ότι πολλοί δημοσιογράφοι επιβιβάζονται στο τρένο της επικαιρότητας – ιδιαίτερα αυτόν τον καιρό της κρίσης και των επιπτώσεών της (ανέχεια, εγκληματικότητα, εσωστρέφεια, αγανάκτηση, ρατσισμός, βία) – πιστεύοντας ότι κατευθύνονται στο λογοτεχνικό Παρνασσό. Και δηλώνουν συγγραφείς και λογοτέχνες, επειδή εξέδωσαν ένα βιβλίο.  Ξεχνώντας ότι οι δημοσιογράφοι απλώς βάζουν σε λέξεις την επικαιρότητα. 

Για τη λογοτεχνία δεν αρκεί να έχεις ένα «καυτό θέμα». Χρειάζονται κι άλλες ικανότητες. Δεν παραγνωρίζω βέβαια ότι πολλοί καταξιωμένοι λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος ή ο Κονδυλάκης και αρκετοί άλλοι, ήταν και δημοσιογράφοι. Ο Κονδυλάκης  μάλιστα ήταν και ο πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών, όταν ιδρύθηκε πριν από 100 χρόνια, 1914. Για ευνόητους λόγους δεν αναφέρομαι ονομαστικά σε εν ζωή καταξιωμένους – και ευπώλητους  - δημοσιογράφους και λογοτέχνες, που είναι η εξαίρεση του κανόνα.

Η λογοτεχνίζουσα δημοσιογραφία είναι σε μεγάλο ποσοστό υπεύθυνη για την καθυστέρηση της λειτουργίας πανεπιστημιακών δημοσιογραφικών σχολών στην Ελλάδα.  Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στο περιοδικό «Ζητήματα Επικοινωνίας» ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ Αντώνης Σκαμνάκης, η καθυστέρηση αυτή «οφείλεται εν μέρει και στις λογοτεχνικές παραδόσεις της ελληνικής δημοσιογραφίας.  Παραδόσεις οι οποίες ήθελαν τον δημοσιογράφο να διαθέτει περισσότερο ταλέντο από κάποιου είδους βασική εκπαίδευση.

Η Λογοτεχνική δημοσιογραφία δεν αποτέλεσε  μοντέλο που αναπτύχθηκε μόνο στην  Ελλάδα, αλλά σε όλη σχεδόν την Νότια Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία. Υπήρξε περισσότερο μία δημοσιογραφία της έκφρασης, με σαφή προτίμηση στο σχολιασμό παρά στο ρεπορτάζ. Συνδέεται με την υποκειμενική ανάλυση και την κριτική παρά με την αυστηρή αποτύπωση των γεγονότων, τα οποία τη διαφοροποιούν αρκετά από την Αγγλο-Αμερικανική δημοσιογραφία η οποία  προτιμά την αντικειμενική παρουσίαση της είδησης.

Η εμπορευματοποίηση του Τύπου στη Νότια Ευρώπη, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 αλλά και η επαγγελματοποίηση της δημοσιογραφίας επέφερε σημαντικές αλλαγές, με αποτέλεσμα οι λογοτεχνικές παραδόσεις να εξασθενίσουν σημαντικά και το μοντέλο της Αγγλοσαξονικής δημοσιογραφίας να  κυριαρχεί». 

Η αλλαγές αυτές πιθανότατα συνέβαλαν αποφασιστικά στην ίδρυση πανεπιστημιακών δημοσιογραφικών σχολών στη χώρα μας. Ένα πρόβλημα που η πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισής του έγινε από την ΕΣΗΕΑ το 1925, για να λυθεί 65 χρόνια αργότερα, το 1990, με τη δημιουργία των Τμημάτων  Επικοινωνίας και MME του Παντείου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένα χρόνο μετά, το 1991, λειτούργησε και το Τμήμα Δημοσιογραφίας και MME του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τα τελευταία χρόνια,  με την επέλαση των διαδικτυακών ΜΜΕ, τα δυο μοντέλα, οι δυο «σχολές» δημοσιογραφίας, η ευρωπαϊκή και η αγγλοσαξονική, δείχνουν να συγχωνεύονται, αφού τα περισσότερα από τα λεγόμενα Νέα Μέσα αναρτούν ειδήσεις, καλλιεργώντας παράλληλα και τη δημοσιογραφία της έκφρασης, του σχολιασμού. 

Και προσπαθούν να εκλαϊκεύσουν τα γεγονότα. Πόσα όμως από αυτά τηρούν τους κανόνες του Αλμπέρ Καμύ ότι  «εκλαΐκευση δεν σημαίνει χυδαιότητα» και πως «ο έντιμος Τύπος δεν πρέπει να ρέπει  ποτέ προς τον κιτρινισμό και την καταστροφολογία»; Φαινόμενα διόλου αμελητέα, όταν   η διάδοση του ίντερνετ στα ελληνικά νοικοκυριά φτάνει στο 60% (με τα έξυπνα κινητά, τις ταμπλέτες και το wi-fi), έναντι 30% που ήταν το 2008. Στις δε ηλικίες μέχρι 44 ετών οι Έλληνες μπαινοβγαίνουν στις ιστοσελίδες (καλές, κακές, φτηνές ή πολυτελείς) και στα social media σε ποσοστό γύρω στο 85%.

Ποιος λοιπόν  αξιολογεί αυτό που ο καθένας λέει με καμάρι εγκυρότητας ότι «το είδε στο ίντερνετ»;

Κι εδώ είναι το πρόβλημα: με λιγότερα κεφάλαια το ψηφιακό σύστημα ψυχαγωγίας, πολιτισμού και ενημέρωσης (με ή χωρίς εισαγωγικά) πάει να επαναλάβει το χάλι που ζήσαμε με την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Όπως έγραψε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο τέως πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης  «στην Ελλάδα γεμίσαμε όχι μόνο μπαταξήδες δήθεν επιχειρηματίες και διεφθαρμένα και διαπλεκόμενα συστήματα ΜΜΕ, αλλά και “υπερπληροφορημένους” και “ξερόλες”… τζαμπατζήδες πολίτες». 

Φυσικά ουδείς καταδικάζει  τη σωστή δημοσιογραφία στο διαδίκτυο, που μοιράζεται τους ίδιους στόχους με την παραδοσιακή δημοσιογραφία (π.χ. η ενημέρωση του πολίτη ή ο έλεγχος της εξουσίας), αλλά διαφέρει από αυτήν σε πολλά καίρια σημεία, κυρίως λόγω των χαρακτηριστικών του νέου μέσου, με σημαντικότερο τη διαδραστικότητα. 

Με αυτά τα νέα δεδομένα, υπάρχουν Κασσάνδρες που ισχυρίζονται ότι το παραδοσιακό δημοσιογραφικό επάγγελμα, απειλείται από την ύπαρξη του Διαδικτύου. Ωστόσο, κατά την άποψη μου, με την κατάλληλη εκπαίδευση και προσαρμογή, τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Χωρίς αμφιβολία, η επιρροή του ίντερνετ στην παραγωγή ειδήσεων και των δυνατοτήτων που παρέχουν τα νέα μέσα επικοινωνίας (όπως τα blogs), τα όρια μεταξύ ενός απλού χρήστη του διαδικτύου και ενός επαγγελματία δημοσιογράφου γίνονται περισσότερο δυσδιάκριτα. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοσιογραφίας, και της εκπαίδευσης των δημοσιογράφων στη νέα πραγματικότητα. 

Το μοντέλο της παραδοσιακής δημοσιογραφίας έχει αλλάξει σημαντικά με την ανάπτυξη του Διαδικτύου. Από τη μια μεριά, το ίντερνετ  είναι  τεράστια πηγή πληροφόρησης και έρευνας για τους δημοσιογράφους, αλλά από την άλλη αποτελεί αυτόνομο μέσο πληροφόρησης, που αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό.  Όμως οι δημοσιογράφοι δεν απειλούνται από την έλευση και την εξάπλωση του ίντερνετ και πιστεύω ότι η έντυπη δημοσιογραφία, κινούμενη και προς ψηφιακές μορφές, έχει μέλλον, αφού η πληθώρα πληροφοριών που προσφέρει το  ίντερνετ δεν προϋποθέτει απαραίτητα σωστή πληροφόρηση και ενημέρωση.

Ο ρόλος του επαγγελματία δημοσιογράφου θα παραμείνει ουσιώδης, καθώς – όταν κάνει σωστά τη δουλειά του –  προσφέρει άρτια γραφή και ουσιαστική  δημοσιογραφική έρευνα. Είναι προφανές τελικά, πως το αντίδοτο στην υπερπληροφόρηση είναι η επιστροφή στη Δημοσιογραφία, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο καθηγητής του Παντείου συνάδελφος Νίκος Μπακουνάκης, μιλώντας στο προηγούμενο πάνελ.

Ως  λειτουργός της έντυπης δημοσιογραφίας επί 50 χρόνια, έχοντας το επαχθές προνόμιο μιας… κάποιας ηλικίας, νοσταλγώ τις ηρωικές εποχές που οι δημοσιογράφοι έκαναν ρεπορτάζ, χωρίς να ψάχνουν στο Google ή να περιμένουν το δελτίο τύπου. Είναι αξίωμα πως ο δημοσιογράφος καταγράφει την ιστορία, κυνηγά την είδηση, αναλύει τα γεγονότα, φτάνει στην αλήθεια και την παρουσιάζει με αντικειμενικότητα. Πρέπει όμως να είναι αποφασισμένος όχι μόνο να ασκήσει ένα επάγγελμα – λειτούργημα για άλλους – , αλλά και να το ενσωματώσει, να το υιοθετήσει,  ως τρόπο ζωής.

Στο πλαίσιο των «Σύγχρονων Εκπαιδευτικών Αναγκών», όπως είναι και ο τίτλος της ενότητάς μας, οι διδάσκοντες οφείλουν  να εξετάζουν τις νέες δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται από τους δημοσιογράφους για να ανταποκριθούν τους στις ραγδαίες αλλαγές στο επάγγελμα. Ιδιαίτερα  στους τομείς της πληροφορικής και των νέων μέσων.

Και οφείλουν να προετοιμάζουν τις νέες γενιές δημοσιογράφων έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις συνθήκες που δημιούργησε η κρίση. Κρίση με επιπτώσεις όχι μόνο οικονομικές. Σημαντική εν προκειμένω είναι η εκτίμηση του συντονιστή του «τραπεζιού» μας καθηγητή Νίκου Λέανδρου – όπως καταγράφεται στη  συλλογή επιστημονικών μελετών «Η κρίση και τα ΜΜΕ» που εκδόθηκε με επιμέλεια του καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Πλειού. 

Η αγορά των media, υπογραμμίζει ο κ. Λέανδρος, βρέθηκε ακόμη πιο εκτεθειμένη (όταν ξέσπασε η κρίση), επειδή κατά βάση δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικός σχεδιασμός και προγραμματισμός στην κατεύθυνση της παραγωγής συγκριτικού πλεονεκτήματος και διαφοροποίησης των προϊόντων, ούτε επένδυση στην ποιότητα, κάτι που θα σήμαινε μεταξύ άλλων δαπάνες στην συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού και ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων. 

Τα τελευταία χρόνια – και πάντως πριν από την κρίση –  είχαμε περάσει στην εποχή της εξειδίκευσης. Και  οι δημοσιογράφοι «γενικών καθηκόντων» περιορίζονταν κυρίως στα περιφερειακά ΜΜΕ, καλύπτοντας όλες τις ειδικότητες. Ίσως γι’ αυτό ήταν και πιο ολοκληρωμένοι. Θυμάμαι τους δασκάλους μου στη δημοσιογραφία, το Γ. Ανδρουλιδάκη και τον Π. Πατρίκιο, στην εφημερίδα «Ελευθερία» που συμφωνούσαν ότι οι συνάδελφοι οι οποίοι είχαν ξεκινήσει από επαρχιακές εφημερίδες διέπρεπαν στην Αθήνα, επειδή στον τόπο τους έκαναν τα πάντα. Και μίλησα για «δασκάλους στη δημοσιογραφία», γιατί την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν σχολές δημοσιογραφίας, ο νέος ή η νέα που ήθελε να ασχοληθεί με το επάγγελμα έπρεπε να προσληφθεί ως – άμισθος – μαθητευόμενος σε κάποιο μέσον, εφημερίδα συνήθως, για να μαθητεύσει κοντά σε κάποιον παλιό.  Άσχετα με το επίπεδο σπουδών, η δημοσιογραφική εκπαίδευση γινόταν στο δρόμο, στο ρεπορτάζ ή στο μάρμαρο του τυπογραφείου.   

Θεωρητικά σήμερα, ανάλογα με τη θεματολογία στην οποία έχει εξειδικευθεί, ο δημοσιογράφος μπορεί να είναι  οικονομικός αναλυτής, πολιτικός συντάκτης, αθλητικογράφος, ρεπόρτερ ειδικευμένος σε διάφορα κοινωνικά και άλλα θέματα, παρουσιαστής προγραμμάτων ή ειδήσεων,  πολεμικός ανταποκριτής ή εσωτερικός συντάκτης {ύλης, μεταφραστής κλπ). Το ζήτημα είναι πού αποκτούν την εξειδίκευση οι νέοι δημοσιογράφοι. Όχι μόνο στη θεωρία, αλλά κυρίως στην πράξη.

Παράλληλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει γνωστικό έλλειμμα στη διαχείριση ειδήσεων που αφορούν επιστημονικά θέματα, ενώ οι συνθήκες δουλειάς με τον ασφυκτικό χρόνο και τον έντονο μιντιακό ανταγωνισμό δεν δημιουργούν προϋποθέσεις για βελτίωση της κατάστασης. Έτσι φτάσαμε στο σημείο οι δημοσιογράφοι – κυρίως των τηλεπαραθύρων – να εμφανίζονται σαν ειδικοί επί παντός επιστητού. Σεισμολόγοι, επιδημιολόγοι και… πάει λέγοντας.  

Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει λοιπόν στην παραδοχή ότι η ανάπτυξη της δημοσιογραφίας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος, είναι βέβαιο πως θα ενισχυθούν στο βαθμό που συνεχώς  αναπτύσσεται και βελτιώνεται το σύστημα δημοσιογραφικών σπουδών.

Καταλήγοντας, θέλω να τονίσω ότι στο χώρο της δημοσιογραφίας υπάρχει μεγάλη προσφορά στελεχών. Νέοι με  προσόντα και σημαντική μόρφωση, με ταλέντο, αναζητούν μια θέση στον ήλιο. Το κακό όμως είναι ότι  οι θέσεις εργασίας όχι μόνο δεν αναπτύσσονται με τους ίδιους ρυθμούς, αλλά περιορίζονται συνεχώς. Είμαστε ο κλάδος με ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο από τον υψηλό μέσον όρο της χώρας. Και ελλοχεύει ο κίνδυνος οι άνεργοι δημοσιογράφοι να είναι περισσότεροι από αυτούς που εργάζονται.

*Εισήγηση με θέμα τις «Σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες στο χώρο των ΜΜΕ», στο διήμερο Συνέδριο για τη «σωτηρία και την αναβάθμιση του περιφερειακού, τοπικού Τύπου», που έγινε στις  29 - 30 Μαρτίου 2014. στο Συνεδριακό Κέντρο της Γ. Γ.  ΜΜΕ, υπό  την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...