ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΟΥΣΟΥΛΗ
Ο θαλασσινός ορίζοντας κέρδιζε το καθημερινό βλέμμα. Η θάλασσα ήταν ο αναπόδραστος τόπος τους. Το χωριό κυλούσε στην πλάτη του βουνού, που όριζε δύο κόσμους.
Μπροστά η θάλασσα, πίσω ο τόπος του καθημερινού τους μόχθου. Εκεί στα φροντισμένα κτήματά τους, ελαιώνες, μπαξέδες, αμπέλια και περιβόλια, περνούσαν σχεδόν όλο τους το βίο. Δύσκολος και δυσπρόσιτος τόπος, που έπαιρνε ζωή από την ανάγκη αλλά και την αγάπη των ανθρώπων.
Τα χρόνια πέρασαν. Και δεν ξεχάστηκαν μόνο εκείνες οι εποχές, ξεχάστηκαν μαζί τους και οι τόποι. Κτήματα που άνθιζαν και καρποφορούσαν, πεζούλες καταπράσινες από περιβόλια και αμπέλια εγκαταλείφθηκαν. Η φύση κέρδισε το χώρο. Μόνο οι διηγήσεις έφερναν στο νου τις παλαιές εικόνες.
Η ιδέα να ανακαλύψουμε τη χαμένη πηγή, που κατοικούσε στη σκέψη μου, συχνά με προκαλούσε. Όλα τα σχέδια είχαν αναβληθεί. Και οι παλαιότεροι μας απέτρεπαν: «Δεν υπάρχει πια πηγή, δεν υπάρχει πια στέρνα». Η περιέργεια είναι, όμως, πάντα ένα κίνητρο και η επιμονή ανοίγει πάντα ένα δρόμο. Βρεθήκαμε τέσσερις άνδρες στο σημείο που κανονικά θα βρισκόταν η πηγή, η στέρνα και η καρποφόρα πεζούλα, εκεί που η Χρυσώ και ο Κυριάκος, οι γονείς μου…
Η ζουγκλώδης βλάστηση πολλών δεκαετιών μας έκοβε ακόμη και το βλέμμα. Πώς θα τη βρούμε, πώς θα φτάσουμε στην πηγή;
Η προσπάθεια ξεκίνησε. Ο Νεκτάριος, χειριστής των σύγχρονων μέσων, ψηλαφίζει τη γη, σημείο προς σημείο, με μεγάλη τέχνη. Και ανοίγει σιγά – σιγά το δρόμο. Ο Γιάννης ανακαλούσε διαρκώς τις αναμνήσεις του. Ήταν, θα λέγαμε σήμερα, το GPS της παρέας. Και ο Μάριος, μας θύμιζε διαρκώς και ενοχλητικά τους κινδύνους. Προχωρούσαμε. Σιγά – σιγά, ανοίγουμε δρόμο στην κατάφυτη πλαγιά. Γεμάτοι αμφιβολία για την κατεύθυνσή μας και ανταλλάσσοντας αθεμελίωτα επιχειρήματα και υποθέσεις, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι θα βρούμε, τελικά, τη χαμένη πηγή.
Ξαφνικά, μια κραυγή παιδικού ενθουσιασμού μας ενώνει. Φάνηκε πίσω από την πυκνή συστάδα των κορμών μια μικρή λευκή πέτρινη επιφάνεια. Ήταν η χαμηλή μάντρα που συγκρατούσε το νερό της χαμένης πηγής. Σε λίγο, ο πηλός που πάτησαν τα πόδια μας και οι ψάθες μέσα στο αδιαπέραστο φύλλωμα, ήταν τα πρώτα μηνύματα ότι η πηγή ήταν κοντά μας.
Ασίγαστος πια ο ενθουσιασμός μας, επιβεβαιώνεται με έναν αυθόρμητο εναγκαλισμό, εκεί στην άκρη του Θεού, δίπλα στην πηγή των θρύλων. Ούτε νύμφες, ούτε νεράιδες στα νερά του βουνού, όπως μας έλεγαν μικροί. Μόνο η ανείπωτη χαρά να βλέπεις τη χαμένη πηγή, προσιτή πια, να κυλάει σιγά – σιγά, μέσα στην παλαιά στέρνα. Καμιά αμφιβολία δεν πρέπει, τελικά, να σε σταματά και κανένας φόβος αποτυχίας δεν έχει θέση στην προσπάθεια. Παντού μπορεί να υπάρχει μια χαμένη πηγή.
Σταθήκαμε για λίγο και παρατηρούσαμε το νερό να τρέχει. Και είχε ο καθένας μια μικρή ιστορία να πει. Και καθώς η συγκίνηση, όπως λέγεται, δεν αρμόζει στους άνδρες, συμφωνήσαμε σύντομα να ξαναβρεθούμε στο ίδιο σημείο, στη δροσιά της χαμένης πηγής και να το γιορτάσουμε με μια παγωμένη μπύρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου